- ζυγοστατώ
- (AM ζυγοστατῶ, -έω) [ζυγοστάτης]σταθμίζω με ζυγό, ζυγίζωμσν.1. κάνω κάτι να ισορροπήσει2. ελέγχω, κρίνω3. βασανίζω στη σκέψη μου, σκέπτομαι βαθιά («τὰ ῥήματα τῇ διανοίᾳ ζυγοστατεῑν», Φώτ.)αρχ.1. είμαι ζυγοστάτης, ζυγιστής2. παθ. ζυγοστατοῡμαι, -έομαιβρίσκομαι σε ισορροπία, ζυγιάζομαι, μετεωρίζομαι3. (για πόλεμο) είμαι αμφίρροπος.
Dictionary of Greek. 2013.